Έργα που ξαφνιάζουν...

Ξυλογλυπτική στην Ήπειρο

Στην Ήπειρο του 18ου αιώνα, παράλληλα με την άνθηση της ζωγραφικής και της αρχιτεκτονικής εμφανίζεται μεγάλη, σε ολόκληρη σχεδόν την έκτασή της , ανάπτυξη της ξυλοτεχνίας και της ξυλογλυπτικής, που χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην διακόσμηση της οικοδομής

Στην Ήπειρο, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, δεν λειτουργούσαν σχολές ξυλογλυπτικής. Όπως έγινε και με άλλες μορφές λαϊκής τέχνης, λόγοι γεωγραφικοί, οικονομικοί και κοινωνικοί δημιούργησαν κέντρα που έβγαλαν «διάσημους», περιζήτητους «σκαλιστές» και «ταγιαδόρους» που δούλεψαν και σε άλλες χώρες της Βαλκανικής.


Α. Τα ισνάφια και η οργάνωσή τους

Οι συντεχνίες ή τα ισνάφια αναπτύσσονται στον Ελλαδικό χώρο κυρίως επί Τουρκοκρατίας. Από τον 16ο αιώνα και μετά αναπτύσσεται, στον Ηπειρωτικό χώρο ιδιαίτερα, και η ξυλογλυπτική τέχνη. Κύριος λόγος ανάπτυξής της είναι η χρήση του ξύλου στην διακόσμηση των ναών και των οικιών αντί του μάρμαρου, αφού και πιο φτηνό υλικό είναι και πιο εύκολα επεξεργάσιμο.

Το γεγονός ότι εμφανίζονται σχετικά πρώιμα ξυλόγλυπτα έργα στην Ήπειρο, ακόμα και πριν τον 16ο αιώνα, επιβεβαιώνει ότι οι Ηπειρώτες ξυλογλύπτες συνεχίζουν παλαιότερη βυζαντινή παράδοση. Αναφέρουμε για παράδειγμα την ξυλόγλυπτη θύρα από ξύλο καρυδιάς στην Κόκκινη Εκκλησιά Βουργαρελίου που χρονολογείται περίπου το 1250 μ.Χ., καθώς και «το λεγόμενο βημόθυρον του Περάματος Ιωαννίνων», το οποίο χρονολογείται μεταξύ 12ου και 14ου αιώνα.

Έχει επικρατήσει από παλιά να ονομάζονται και οι ομάδες των ξυλογλυπτών συντεχνίες ή ισνάφια. Με τον όρο συντεχνίες ή ισνάφια εννοούμε τις ομάδες εκείνες των ανθρώπων οι οποίοι ασχολούνταν με διάφορες μορφές τέχνης και συγκροτούσαν συνεταιρισμούς, κυρίως στις πόλεις. Ήταν πολυπληθείς και οργανωμένες με διοικητικό συμβούλιο, καταστατικό κ.λ.π.

Οι ξυλογλύπτες συγκροτούσαν ολιγομελείς ομάδες ή συντροφιές, τα λεγόμενα μπουλούκια ή κομπανίες και ήταν πλανόδιοι τεχνίτες. Η οργάνωσή τους ήταν διαφορετική με χαρακτηριστικά γνωρίσματα περισσότερο οικογενειακής επιχείρησης. Εργάζονταν κυρίως στο χώρο παράδοσης της παραγγελίας, αφού η μεταφορά μεγάλων έργων υπήρξε δύσκολη έως αδύνατη. Σε οποιεσδήποτε αναφορές λοιπόν σε συντεχνίες ή ισνάφια ξυλογλυπτών, θα πρέπει ο αναγνώστης να έχει υπόψη του αυτή τη μορφή οργάνωσής τους. Φυσικά υπήρξε μια ιεράρχηση με τον αρχιτεχνίτη, τους βοηθούς του και τα τσιράκια . 

Οι συνθήκες για την ανάπτυξη της ξυλογλυπτικής τέχνης στην Ήπειρο υπήρξαν ευνοϊκότερες εξαιτίας της άφθονης πρώτης ύλης, της πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας στην περιοχή, ιδιαίτερα στα τέλη του 18ου με αρχές του 19ου αιώνα και των καλύτερων συνθηκών ζωής. Όλα αυτά ευνοούσαν ιδιαίτερα την εξέλιξη και ανάπτυξη της οικιακής τέχνης όχι μόνο για ατομική χρήση αλλά και σαν επάγγελμα.

Όλα αυτά βέβαια ισχύουν για τους αιώνες 16ο μέχρι κυρίως τον 18ο και αρχές 19ου, αφού μετά οι συντεχνίες αρχίζουν να παρακμάζουν. Όμως δεν συμβαίνει το ίδιο με τις ομάδες-συντροφιές, μια απλούστερη μορφή τους, τους πλανόδιους λεγόμενους τεχνίτες, που περιόδευαν όχι μόνο στην Ήπειρο αλλά και σ' ολόκληρη την Ελλάδα, Βαλκάνια, Μικρά Ασία και αλλού.

Πολλά έργα τα οποία κατασκευάζονταν είτε στα σπίτια είτε στα εργαστήρια, πωλούνταν όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Οι εξαγωγές πολλών προϊόντων και το εμπόριό τους, είχαν σαν αποτέλεσμα να κάνουν την εμφάνισή τους οι πολλοί τεχνίτες. Ειδικότερα κατά τον 18ο αιώνα στις περισσότερο πλούσιες περιοχές, όπως τα χωριά της Κόνιτσας, τους Καλαρρύτες, το Συρράκο, το Μέτσοβο και αλλού, εμφανίζονται αξιολογότατα εργαστήρια τα οποία κατέστησαν τις περιοχές αυτές κέντρα βιοτεχνιών.

Μετά τις αρχές του 19ου αιώνα, τα κυρίως ισνάφια άρχισαν να εκφυλίζονται, στη μορφή που είχαν τουλάχιστον μέχρι τότε και να παρακμάζουν. Εξαιτίας της ανάπτυξης του εμπορίου με τη Δύση λόγω της ατμοπλοϊκής συγκοινωνίας, πολλές από τις εγχώριες χειροτεχνίες εξαφανίζονται και περιέρχονται σε παρακμή.


Β. Οι ξυλογλύπτες του Μετσόβου, του Γοργοπόταμου και των γύρω περιοχών

Μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι το Μέτσοβο, το Τούρνοβο, η Πωγωνιανή, τα Πράμαντα, οι Χιονιάδες, η Μοσχόπολη, ήταν κέντρα ξυλογλυπτικής από πολύ νωρίς. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι συναντάμε ξυλόγλυπτα έργα στις περιοχές αυτές ήδη από τον 16ο αιώνα.

Η άνθηση της τέχνης αυτής οφείλεται καθαρά σε Ηπειρώτες τεχνίτες από το Μέτσοβο και τα Τζουμέρκα και από την Επαρχία Κόνιτσας και συγκεκριμένα από το χωριό Τούρνοβο (Γοργοπόταμος) αλλά και Λισκάτσι (Ασημοχώρι), Βούρμπιανη και Χιονιάδες.

Και για άλλη περιοχή της Ηπείρου, όπως αυτή του Πωγωνίου, βεβαιώνεται ότι είχε παράδοση στην ξυλογλυπτική τέχνη. Συγκεκριμένα «Ξυλογλύπτες από το Πωγώνι της Ηπείρου σκάλισαν το τέμπλο του Αγίου Αχιλλείου του Πενταλόφου το 1779 καθώς και στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας του Βυθού Κοζάνης. Έφτιαξαν και άλλα είδη εκκλησιαστικής χρήσης στο ίδιο μοναστήρι και σε εκκλησίες της περιοχής. Ανεκτίμητος είναι ο πλούτος της ξυλογλυπτικής του μοναστηριού όπου δούλεψαν 11 χρόνια οι τεχνίτες για το τέμπλο του μοναστηριού που χρονολογείται από το 1800, το καλύτερο έργο ξυλογλυπτικής τέχνης της περιφέρειας της Ανασελίτσας»

Υπάρχουν επίσης πολλές αναφορές και για ξυλόγλυπτα έργα στην Μοσχόπολη της Β. Ηπείρου. Αναφέρεται μια εκκλησία, της οποίας ο γλυπτός διάκοσμος καθώς και οι τοιχογραφίες ήτανε όμοιες με του ναού των Ταξιαρχών των Μηλεών Πηλίου (1741), που είχανε φιλοτεχνηθεί από Μετσοβίτες ξυλογλύπτες και αγιογράφους, γεγονός που επιβεβαιώνει έμμεσα τα ταξίδια των και προς αυτές τις περιοχές.


Γ. Εκκλησιαστική ξυλογλυπτική

Το αντιπροσωπευτικότερο έργο της εκκλησιαστικής ξυλογλυπτικής είναι το ξύλινο τέμπλο, που από τον 15ο αιώνα και μετά αντικατέστησε το μάρμαρο της βυζαντινής ναοδομίας, του οποίου όμως διατήρησε την λιτότητα κατά τους πρώτους βυζαντινούς αιώνες. Μετά τον 18ο αιώνα βέβαια η μορφή του τέμπλου απομακρύνεται από την λιτότητα της βυζαντινής παράδοσης και δεχόμενο δυτικές επιδράσεις γίνεται σιγά σιγά ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα έργα του νεοελληνικού μπαρόκ.

Δεν είναι όμως μόνο η μορφή και η τεχνική του τέμπλου που αλλάζουν κατά τον 18ο και 19ο αιώνα αλλά και το περιεχόμενο της διακόσμησης που μεταβάλλεται και τα θέματα που δίνονται με καινούριο πνεύμα. Τα παλιά φυτικά μοτίβα χάνουν την παλιά τους τυποποίηση . Εμπλουτίζονται με την ανθρώπινη μορφή και με ολόκληρες σκηνές από τις γραφές. Εξαφανίζεται σχεδόν το δογματικό και συμβολικό στοιχείο και δίνεται ακόμη και σε βιβλικές σκηνές ένας καθημερινός χαρακτήρας.

Στον χώρο της εκκλησιαστικής ξυλογλυπτικής εντάσσεται επίσης και η μοναστηριακή ξυλογλυπτική. Εκτός από τα έργα που συναντάμε και στην καθαρά εκκλησιαστική ξυλογλυπτική(σφραγίδες πρόσφορων, εγκόλπια, εικονίδια, σταυροί κ.τ.λ) τα αντικείμενα δηλαδή της λατρευτικής χρήσης στην μοναστηριακή ξυλογλυπτική συναντάμε και πολλά αντικείμενα καθημερινής χρήσης και άλλα με καθαρά διακοσμητικό χαρακτήρα όπως επιτραπέζια σκεύη, πιρούνια κουτάλια κ.τ.λ.

Το χαρακτηριστικό της μοναστηριακής ξυλογλυπτικής είναι η ψιλοδουλεμένη επεξεργασία υλικού και η απεικόνιση μεγάλου αριθμού παραστάσεων σε πολύ μικρά κομμάτια ξύλου. Αυτό οφείλεται φυσικά στον χρόνο και την υπομονή που τόσο άφθονα διέθεταν οι μοναχοί που τα σκάλιζαν.

Δ. Κοσμική ξυλογλυπτική

Η κοσμική ξυλογλυπτική περιλαμβάνει τον ξύλινο και ξυλόγλυπτο εξοπλισμό του σπιτιού. Από αυτόν ο κινητός αποτελείται κυρίως από κασέλες, χαμηλά τραπέζια, καρεκλάκια και σκαμνιά. Ο ακίνητος εξοπλισμός συνηθίζει να αποτελείται, στις περιπτώσεις των αρχοντικών, από ξύλινα και ξυλόγλυπτα πορτόφυλλα των οντάδων, της οροφές τους και άλλα διακοσμητικά στοιχεία στο εσωτερικό του σπιτιού. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η ξυλογλυπτική έντυνε ολόκληρους τοίχους του σπιτιού. Η τεχνική αυτή θύμιζε την τέχνη των εκκλησιαστικών τέμπλων.

Ένα από τα κινητά έπιπλα του λαϊκού σπιτιού, το ποιο διαδεδομένο είναι η κασέλα. Η κασέλα δίνονταν μαζί με τα προικιά στη νύφη και μεταφέρονταν στο σπίτι του γαμπρού, εδραιώνοντας κατά κάποιο τρόπο τη θέση της στην καινούργια της κατοικία. Από εκεί η κασέλα δεν έβγαινε παρά σε σπάνιες περιπτώσεις όταν αναγκαστικά η σύζυγος εγκατέλειπε το σπιτικό, παράδειγμα σε περίπτωση χηρείας σε νεανική ηλικία κ.λ.π. Μέσα στις κασέλες τοποθετούσαν τα ρούχα, τα σκεπάσματα και ό,τι άλλο από τον οικιακό εξοπλισμό έπρεπε να φυλαχτεί. Τις χρησιμοποιούσαν ακόμα για να κάθονται και βρισκόταν σε κάθε σπίτι, φτωχικό ή πλούσιο, άλλες απλές και άλλες διακοσμημένες.

Από την άποψη της διακόσμησης χωρίζονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: τις στολισμένες με ένθετο όστρακο, το «σεντέφι», τις ζωγραφικές και τις σκαλιστές. Από τις τρεις αυτές ομάδες οι δύο τελευταίες είναι πολύ διαδεδομένες στην Ήπειρο και πολλές φορές εμφανίζονται κασέλες να έχουν χαρακτηριστικά και από τις δύο ομάδες (ξυλόγλυπτη και ζωγραφιστή)

Τα θέματα στις κασέλες είναι κυρίως φυτικά, όπως κλαδιά, λουλούδια, βάζα και ανθοδέσμες. Στη διακοσμητική σύνθεση υπάρχει ένα κεντρικό θέμα, ροζέτα με άνθη, ανθοδοχείο ή ζωγραφισμένη μορφή και γύρω περιπλέκονται κλαδιά με ρόδα, φύλλα, αστερίσκους και κόκκινες κορδέλες, που κρέμονται από τα κλαδιά με τρόπο που θυμίζει τα απλωμένα από κορυφές κτιρίων υφάσματα που συνθέτουν τις παραστάσεις των βυζαντινών εικονογραφιών. Και ο υπόλοιπος φυτικός διάκοσμος των κασελών συναντάται σε διακοσμημένα τμήματα τοιχογραφιών, ενώ παρόμοια άνθη υπάρχουν ως κεντήματα σε άμφια ιεραρχών και σε υφάσματα

Ένα άλλο παρακλάδι της κοσμικής ξυλογλυπτικής είναι η ποιμενική, που περιλαμβάνει τα διάφορα ξύλινα σκεύη της ζωής της υπαίθρου. Τα περισσότερα από αυτά τα σκάλιζαν βοσκοί για να εξυπηρετήσουν τις οικογενειακές τους ανάγκες και ποιο σπάνια για να τα πουλήσουν. Εκτός από τα διάφορα μεγάλα και απλά ξύλινα σκεύη που έφτιαχναν για να καλύψουν τις βιοτικές τους ανάγκες όπως σκαφίδες για το ζύμωμα και πινακωτές για το ψωμί, καρδάρες για το γάλα, βεδούρες για το γιαούρτι και σερμανίτσες για τα μωρά και ένα σωρό άλλα αντικείμενα. Σκάλιζαν και μικρότερα επιτραπέζια σκεύη, απλά ή διακοσμημένα με φυτικά και ζωικά μοτίβα. Τα χαρακτηριστικότερα, όμως και ποιο διαδεδομένα στην Ήπειρο έργα ήταν οι γκλίτσες των αντρών και οι ρόκες που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για το γνέσιμο του μαλλιού.

Ε. Το ξεκίνημα ενός έργου, η επιλογή του ξύλου και τα εργαλεία

Κατ' αρχήν έπρεπε να γίνει η κατάλληλη επιλογή του ξύλου και η κατάλληλη επεξεργασία του. Από τα διάφορα είδη ξύλου, οι παλιοί ξυλογλύπτες προτιμούσαν για τη δουλειά τους το ξύλο καρυδιάς. Σύμφωνα με παλιούς ξυλογλύπτες, η καρυδιά πρέπει να κοπεί τουλάχιστον πέντε χρόνια πριν από τη χρησιμοποίησή του.

Νεότεροι ξυλογλύπτες χρησιμοποιούσαν το ρόμπολο, είδος πεύκου που έχει πολύ ρητίνη και δεν προσβάλλεται από σαράκι, το κυπαρισσόξυλο, την καστανιά και τελευταία το φλαμούρι, μαλακό στην επεξεργασία ξύλο. Πολλοί από τους νεώτερους ξυλογλύπτες και σήμερα ακόμη, χρησιμοποιούν για τα εκκλησιαστικά αντικείμενα ξεροπλάτανο και καρυδιά, οξιά και δρυ για τα έπιπλα.

Τα ξύλα ή τα έκοβαν μόνοι τους ή τους τα προμήθευαν οι ξυλοκόποι («σερτζήδες») και αφού τα έπαιρναν σε κομμάτια που τεμάχιζαν σε μικρότερα πάχους 2-5 εκατοστών με το μπρατσόλι, τα πλάνιζαν με την πλάνη, τα καθάριζαν και τα ροκάνιζαν, τα ευθυγράμμιζαν με το αλφάδι ή με το ράμμα και τότε ήταν έτοιμα για επεξεργασία. Σχεδίαζαν τα διάφορα κοσμήματα είτε πάνω στην επεξεργασμένη επιφάνεια είτε πάνω σε χαρτί.

Παλιότερα, από τον 16ο μέχρι και 18ο αιώνα κατά κανόνα, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις στις αρχές του 19ου αιώνα, τα τέμπλα και τα άλλα ξυλόγλυπτα έργα των ναών, επιχρυσώνονταν και βάφονταν. Η διαδικασία δε γι’ αυτή την πρόσθετη διακόσμηση ήταν και περίπλοκη και επίπονη.

ΣΤ. Θεματολογία και παράδοση

Στην Ήπειρο η ξυλογλυπτική, διατηρεί την παλιά της μορφή. Είναι βέβαιο ότι οι ξυλογλύπτες, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, συνεχίζουν την ίδια παράδοση στα ξυλόγλυπτα όσον αφορά και την τεχνική εκτέλεση, τη θεματογραφία αλλά και την τεχνοτροπία γενικότερα, αυτή του Βυζαντίου. Δύσκολο είναι βέβαια να βρούμε από πού κατάγονται και πώς μεταβλήθηκαν μέσα στους αιώνες όλα τα θέματα της λαϊκής τέχνης, απομένει όμως βεβαιότατο πως η καταγωγή τους είναι αρχαιότατη και έχουν σχέση με παμπάλαιες συνήθειες και σύμβολα. Ο συγκεκριμένος μάλιστα αριθμός των παραστάσεων, που έχουν οι φόρμες και η διακόσμηση πολλών προϊόντων της λαϊκής τέχνης, είναι κοινός σε πολλά έργα, έτσι που να μπορούμε εύκολα να τα συσχετίσουμε με τη διακοσμητική των προϊστορικών χρόνων. Το ζιγκ -Ζακ, τα δόντια του λύκου, τα τετράγωνα, οι σταυροί, οι έλικες, το δέντρο της ζωής, οι δικέφαλοι αετοί ή τα πουλιά, τα καράβια, οι ανθρωπόμορφες παραστάσεις κ.τ.λ., είναι παλαιότατα σύμβολα, που φαίνεται πως ανήκουν πολλά απ’ αυτά, τόσο στον κύκλο του Ελληνικού πολιτισμού όσο εξίσου και στον κύκλο διαφόρων άλλων πολιτισμών.